- ἀχειρίδωτος
- ἀ-χειρίδωτος, ohne Ärmel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αχειρίδωτος — ἀχειρίδωτος, ον (AM) [χειριδωτός] ο χωρίς χειρίδες, μανίκια … Dictionary of Greek
ἀχειρίδωτος — without sleeves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειριδώτως — ἀχειρίδωτος without sleeves adverbial ἀχειρίδωτος without sleeves masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειρίδωτον — ἀχειρίδωτος without sleeves masc/fem acc sg ἀχειρίδωτος without sleeves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειριδώτους — ἀχειρίδωτος without sleeves masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειριδώτῳ — ἀχειρίδωτος without sleeves masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek